- λύχνος
- bec
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
λύχνος — sno masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek
λύχνος — ο το λυχνάρι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ЛИХН, ЛАМПА — •Λύχνος, была у греков единственным средством освещения в их домашнем быту. В гомеровские времена употреблялись особого рода светильники (λαμπτη̃ρες), состоявшие из… … Реальный словарь классических древностей
Лихн — • Λύχνος, была у греков единственным средством освещения в их домашнем быту. В гомеровские времена употреблялись особого рода светильники (λαμπτη̃ρες), состоявшие из жаровен, покоившихся на высоких подставках или ножках и… … Реальный словарь классических древностей
λύχνε — λύχνος sno masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύχνοι — λύχνος sno masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύχνους — λύχνος sno masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
λυχνομαντεία — Μαντική μέθοδος της αρχαιότητας, με τη χρήση λύχνων (βλ. λ. λύχνος). Ο μάντης υπνωτιζόταν παρακολουθώντας επίμονα το φως του λύχνου και στήριζε τον χρησμό του στον τρόπο με τον οποίο έκαιγε ο λύχνος. Συνήθως ο μάντης φορούσε ειδικά ρούχα, κόκκινα … Dictionary of Greek
λυχνάρι — το (Α λυχνάριον, Μ λυχνάριν) [λύχνος] νεοελλ. μσν. λύχνος μσν. πολύτιμος λίθος, ρουμπίνι αρχ. μικρή λυχνία … Dictionary of Greek